δρῶντας

δρῶντας
δράω
do
pres part act masc acc pl (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάδραση — (αγγλ. feedback). Η διαδικασία επιστροφής ενός τμήματος της ενέργειας εξόδου στην είσοδο ενός συστήματος που μεταφέρει μια ποσότητα πληροφοριών. Μία από τις πιο συνηθισμένες εφαρμογές της α. είναι στους ηλεκτρονικούς ενισχυτές, όπου το τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

  • πηκτικός — ή, ό / πηκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηκτός] 1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη 2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο νεοελλ. 1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού… …   Dictionary of Greek

  • σταθεροποιητής — ο, Ν 1. ναυτ. καθεμιά από τις δύο προεξοχές στα πλάγια ύφαλα τού πλοίου, αλλ. σταθεροποιητικό πτερύγιο 2. χημ. χημική ουσία η οποία, δρώντας ως παρεμποδιστής ή αρνητικός καταλύτης, αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής… …   Dictionary of Greek

  • τακτική — Κλάδος της στρατιωτικής τέχνης, ο οποίος αφορά την κίνηση των ανδρών και των πολεμικών μέσων τόσο κατά τις διάφορες φάσεις της μάχης όσο και κατά τις φάσεις που προηγούνται και ακολουθούν αμέσως την κύρια σύγκρουση. Όπως είναι φανερό, η τ.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχεδελικός — ή, ό, Ν [ψυχεδέλεια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχεδελισμό 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός μιας κατηγορίας παραισθησιογόνων φαρμακευτικών ουσιών, οι οποίες, δρώντας στο κεντρικό νευρικό σύστημα, λέγεται ότι αποκαλύπτουν, διευρύνοντας και… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοθεραπεία — Tο σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούν ψυχικά μέσα για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων. Η σύγχρονη ψ. ξεκινά από θεραπευτικές μεθόδους που βασίζονται στην υποβολή και στην ύπνωση, που συνδέονται με τη θεωρία του… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”